- φλάσμα
- φλάσ-μα, [full] ατος, τό, [dialect] Ion. for θλάσμα, Hp.Art.36, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλάσμα — ατος, τὸ, Α [φλῶ] ιων. τ. θλάσμα … Dictionary of Greek